πιλατεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιλατεύω < Πιλάτος + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

πιλατεύω

  1. έχω στα χέρια μου κάτι και ασχολούμαι για πολλή ώρα μ' αυτό χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή χωρίς αποτέλεσμα
  2. κουράζω κάποιον αποφεύγοντας να δώσω άμεση και αποτελεσματική βοήθεια, απάντηση, λύση κλπ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]