πιλοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιλοποιία < ελληνιστική κοινή πιλοποιία < πῖλος + -ποιία / πιλοποιός < αρχαία ελληνική πῖλος + ποιέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιλοποιία θηλυκό
- η κατασκευή καπέλων
- άλλη μορφή του πιλοποιείο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιλοποιία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)