πινάκιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πινάκιον < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πινάκιον ουδέτερο

  • επίπεδο αντικείμενο που μοιάζει με μικρό πίνακα
    ※  Τρία πόδια (σπάνια τέσσερα) σχηματίζουν τη βάση η οποία στηρίζει ένα ψηλό στέλεχος, τον καυλό, (λατ. Scapus, σκάπος), στην απόληξη του οποίου διαμορφώνεται ο δίσκος ή πινάκιον ή πινακίσκιον ή σταγμοδόχη ανάλογα με τη μορφή της φωτιστικής πηγής την οποία προορίζεται να στηρίξει (Ιωάννης Κ. Μότσιανος, Φως ιλαρόν : ο τεχνητός φωτισμός στο Βυζάντιο, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2011, σελ. 285)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πινάκιον τὰ πινάκι
      γενική τοῦ πινακίου τῶν πινακίων
      δοτική τῷ πινακί τοῖς πινακίοις
    αιτιατική τὸ πινάκιον τὰ πινάκι
     κλητική ! πινάκιον πινάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πινακίω
γεν-δοτ τοῖν  πινακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πινάκιον < πίναξ, πινακ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πινάκιον, -ου ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του πίναξ, πλακίδιο όπου γράφονταν δικαστικές αποφάσεις ή νόμοι

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)