πιξελιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]πιξελιασμένος
- (τεχνολογία) που έχει εμφανή pixel (εικονοστοιχεία)
- (κατ’ επέκταση) αυτός που είναι θολός ή με θολά ή σαφή τετράγωνα μοτίβα