πιξελιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιξελιασμένος η πιξελιασμένη το πιξελιασμένο
      γενική του πιξελιασμένου της πιξελιασμένης του πιξελιασμένου
    αιτιατική τον πιξελιασμένο την πιξελιασμένη το πιξελιασμένο
     κλητική πιξελιασμένε πιξελιασμένη πιξελιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιξελιασμένοι οι πιξελιασμένες τα πιξελιασμένα
      γενική των πιξελιασμένων των πιξελιασμένων των πιξελιασμένων
    αιτιατική τους πιξελιασμένους τις πιξελιασμένες τα πιξελιασμένα
     κλητική πιξελιασμένοι πιξελιασμένες πιξελιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

πιξελιασμένος