πιξελιασμένου
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]πιξελιασμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του πιξελιασμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του πιξελιασμένος
πιξελιασμένου