πιονέρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιονέρος οι πιονέροι
      γενική του πιονέρου των πιονέρων
    αιτιατική τον πιονέρο τους πιονέρους
     κλητική πιονέρε πιονέροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιονέρος < αγγλική pioneer

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιονέρος αρσενικό

  • άλλη μορφή του πιονιέρος
    Δυστυχώς, την Ιστορία δεν τη γράφουν οι πιονέροι. Γράφεται από τους μεταγενέστερους. Οι οποίοι συνήθως ξεχνούν. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]