πιπέρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιπέρι | τα | πιπέρια |
γενική | του | πιπεριού | των | πιπεριών |
αιτιατική | το | πιπέρι | τα | πιπέρια |
κλητική | πιπέρι | πιπέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιπέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πιπέρι(ον), υποκοριστικό του πίπερι (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πέπερι < δάνειο αγνώστου ετύμου (Δείτε και σανσκριτικά पिप्पलि (sa) (pippali))

Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /piˈpe.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐πέ‐ρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιπέρι ουδέτερο
- καρπός φυτού της οικογένειας Piperaceae
- μπαχαρικό που παράγεται από τους καρπούς των φυτών της οικογένειας Piperaceae
- ※ Συνεχίζουμε, τοποθετώντας επάνω από τον γαλέο τις ροδέλες της ντομάτας, τα κρεμμύδια, τις πιπεριές και το τυρί. Ραντίζουμε με το ελαιόλαδο και ψήνουμε έως ότου πάρει χρώμα το φαγητό. Μόλις το βγάλουμε από τον φούρνο, πασπαλίζουμε με ρίγανη και φρεσκοτριμμένο πιπέρι. (Γαλέος σαγανάκι, Το Βήμα, 10/06/2013 )
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
πιπέρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαχαρικό
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μπαχαρικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)