πιπέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιπέρι | τα | πιπέρια |
γενική | του | πιπεριού | των | πιπεριών |
αιτιατική | το | πιπέρι | τα | πιπέρια |
κλητική | πιπέρι | πιπέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιπέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πιπέρι(ον), υποκοριστικό του πίπερι (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πέπερι < δάνειο αγνώστου ετύμου (Δείτε και σανσκριτικά पिप्पलि (sa) (pippali))
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /piˈpe.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐πέ‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιπέρι ουδέτερο
- καρπός φυτού της οικογένειας Piperaceae
- {[ετ|μπαχαρικό|0=-}} που παράγεται από τους καρπούς των φυτών της οικογένειας Piperaceae
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
{{({}}
- αγριοπιπεριά
- αλατοπιπεριέρα
- αλατοπίπερο
- αλατοπιπερωμένος
- αλατοπιπερώνω
- κοκκινοπίπερο
- μαυροπίπερο
- πάπρικα
- πιπεράτος
- πιπεριά
- πιπερίζω
- πίπερμαν
- πιπερόριζα
- πιπερώνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πιπέρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαχαρικό
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)