πιπέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιπέτο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιπέτο ουδέτερο

  1. πίπα με λεπτό σωληνάριο
    • μικροβιολογικό σωληνάριο
  2. (χυδαίο) υποκοριστικό της πίπας (πεολειχία)
    είσαι για 'να πιπέτο στα γρήγορα;

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]