πιπέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιπέτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιπέτο ουδέτερο
- πίπα με λεπτό σωληνάριο
- μικροβιολογικό σωληνάριο
- (χυδαίο) υποκοριστικό της πίπας (πεολειχία)
- είσαι για 'να πιπέτο στα γρήγορα;
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιπέτο
|