πιπί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιπί | τα | πιπιά |
γενική | του | πιπιού | των | πιπιών |
αιτιατική | το | πιπί | τα | πιπιά |
κλητική | πιπί | πιπιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιπί ουδέτερο - (νηπιακή λέξη)
- κατούρημα
- τα γεννητικά όργανα των παιδιών (αγοριών & κοριτσιών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ πιπί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.