Μετάβαση στο περιεχόμενο

πιπεριά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιπεριά οι πιπεριές
      γενική της πιπεριάς των πιπεριών
    αιτιατική την πιπεριά τις πιπεριές
     κλητική πιπεριά πιπεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πιπεριές διαφόρων ειδών.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιπεριά < πιπέρ(ι) + -ιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.peɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιπεριά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιπεριά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη πιπέρι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]