πιπράσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πιπράσκω | πιπράσκομαι |
Παρατατικός | ἐπίπρασκον | ἐπιπρασκόμην |
Μέλλοντας | πραθήσομαι | |
Αόριστος | ἔπρησα | ἐπράθην |
Παρακείμενος | πέπρακα | πέπραμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπράκειν | ἐπεπράμην |
Συντελ.Μέλλ. | πεπρακώς ἔσομαι | πεπράσομαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιπράσκω < περάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Ρήμα[επεξεργασία]
πιπράσκω
- άλλη μορφή του πέρνημι