πιροπλάσμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιροπλάσμωση | οι | πιροπλασμώσεις |
γενική | της | πιροπλάσμωσης* | των | πιροπλασμώσεων |
αιτιατική | την | πιροπλάσμωση | τις | πιροπλασμώσεις |
κλητική | πιροπλάσμωση | πιροπλασμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιροπλασμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιροπλάσμωση < αγγλική piroplasmosis < piroplasma < λατινική pirum (αχλάδι) + αρχαία ελληνική πλάσμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιροπλάσμωση θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιροπλάσμωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)