πιροσκί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιροσκί < (άμεσο δάνειο) ρωσική пирожки (pirožkí) < пирожок (pirožók), υποκοριστικό του пирог (piróg, “πίτα”)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιροσκί ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) είδος μικρής γεμιστής πίτας
- ※ Γεμίζουμε με το μείγμα τα πιροσκί και τα τυλίγουμε. Σκεπάζουμε τα πιροσκί με μια πετσέτα και τα αφήνουμε να ξεκουραστούν, έως ότου διπλασιαστούν σε όγκο. (*)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πιροσκί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)