πιρουνάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιρουνάτος η πιρουνάτη το πιρουνάτο
      γενική του πιρουνάτου της πιρουνάτης του πιρουνάτου
    αιτιατική τον πιρουνάτο την πιρουνάτη το πιρουνάτο
     κλητική πιρουνάτε πιρουνάτη πιρουνάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιρουνάτοι οι πιρουνάτες τα πιρουνάτα
      γενική των πιρουνάτων των πιρουνάτων των πιρουνάτων
    αιτιατική τους πιρουνάτους τις πιρουνάτες τα πιρουνάτα
     κλητική πιρουνάτοι πιρουνάτες πιρουνάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιρουνάτος < πιρούνι + -άτος

Επίθετο[επεξεργασία]

πιρουνάτος, -η, -ο

  1. (νεολογισμός) που τρώγεται με πιρούνι
    Φακές πιρουνάτες με φέτα και ελιές. (*)
  2. (νεολογισμός) που δημιουργείται χρησιμοποιώντας πιρούνι
    Μπούκλες πιρουνάτες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]