πιρουνιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σπιρουνιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιρουνιά οι πιρουνιές
      γενική της πιρουνιάς των πιρουνιών
    αιτιατική την πιρουνιά τις πιρουνιές
     κλητική πιρουνιά πιρουνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιρουνιά < πιρούνι + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.ru.ˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐ρου‐νιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιρουνιά θηλυκό

  1. όση τροφή πιάνεται και μεταφέρεται μ’ ένα πιρούνι
  2. τρύπημα ή τσίμπημα με πιρούνι καθώς και το σχετικό σημάδι / ίχνος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]