πιρουνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σπιρουνιάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιρουνιάζω < πιρουνιά + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πιρουνιάζω

  1. (προφορικό) πιάνω κάτι με πιρούνι, το τσιμπώ, το καρφώνω
  2. (προφορικό) άλλη μορφή του περονιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]