πιρούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιρούνι | τα | πιρούνια |
γενική | του | πιρουνιού | των | πιρουνιών |
αιτιατική | το | πιρούνι | τα | πιρούνια |
κλητική | πιρούνι | πιρούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιρούνι < μεσαιωνική ελληνική πιρούνι < ελληνιστική κοινή περόνιον < αρχαία ελληνική περόνη < πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιρούνι ουδέτερο
- (κουζινικά) σκεύος σερβιρίσματος για λήψη στερεού φαγητού, με λαβή και αιχμές
- το πιρούνι για τη σαλάτα διαφέρει από το πιρούνι για το κρέας
- (τεχνολογία) τμήμα του σκελετού των οχημάτων στο οποίο εφαρμόζει συνήθως το αμορτισέρ
- τα πιρούνια της μηχανής μου είναι επιχρωμιωμένα
- (τεχνολογία) κινητό εξάρτημα περονοφόρου οχήματος
- (τεχνολογία) ακραίο τμήμα περονοφόρου αρπάγης ή σκαπτικού
- (ναυτικός όρος) ο διπλός πρόβολος των καλωδιακών πλοίων, φραγματοθέτιδων, φαλαινοθηρικών και μεγάλων αλιευτικών
- (ναυτικός όρος, εργαλείο) αλιευτικό εργαλείο που φέρεται σε άκρη κονταριού, κοινώς καμάκι
- (ναυτικός όρος) η άκρη του βέλους, ή όλο το βέλος του ψαροντούφεκου
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκεύος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)