πισσόστρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πισσόστρωση | οι | πισσοστρώσεις |
γενική | της | πισσόστρωσης* | των | πισσοστρώσεων |
αιτιατική | την | πισσόστρωση | τις | πισσοστρώσεις |
κλητική | πισσόστρωση | πισσοστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πισσοστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πισσόστρωση θηλυκό
- η ασφαλτόστρωση
- ※ Τέλος πραγματοποιείται συντήρηση-πισσόστρωση στους κεντρικούς και μη δρόμους του νησιού μας (Διάφορες παρεμβάσεις βελτιώνουν την εικόνα των οικισμών στο νησί, paxi.gr, 07/06/2018 [1])
- (σπάνιο) η επικάλυψη ενός αντικειμένου με πίσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η επικάλυψη ενός αντικειμένου με πίσσα
|