πιστευτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστευτότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιστευτότητα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) αληθοφάνεια, πίστη, το αν κάτι που διατυπώθηκε ή φαινομενικά συνέβη περνάει ή όχι ως αλήθεια, ικανότητα ιδέας να γίνει αποδεκτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστευτότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)