πιστοδότηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιστοδότηση οι πιστοδοτήσεις
      γενική της πιστοδότησης* των πιστοδοτήσεων
    αιτιατική την πιστοδότηση τις πιστοδοτήσεις
     κλητική πιστοδότηση πιστοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιστοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστοδότηση < πιστοδοτώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική crédit[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιστοδότηση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πιστοδότησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)