πιστολήπτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστολήπτρια < πιστολήπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιστολήπτρια θηλυκό
- θηλυκό του πιστολήπτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστολήπτρια
|