πιστολοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιστολοθήκη οι πιστολοθήκες
      γενική της πιστολοθήκης των πιστολοθηκών
    αιτιατική την πιστολοθήκη τις πιστολοθήκες
     κλητική πιστολοθήκη πιστολοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστολοθήκη < πιστολ(ι) + -ο- + -θήκη
Πιστολοθήκη σε χρήση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιστολοθήκη θηλυκό

  • θήκη για να φέρει κανείς πιστόλι, η οποία δίνει εύκολη πρόσβαση στον χρήστη του όπλου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]