πιστολοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιστολοθήκη θηλυκό
- θήκη για να φέρει κανείς πιστόλι, η οποία δίνει εύκολη πρόσβαση στον χρήστη του όπλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστολοθήκη