πιστοποιητικόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πιστοποιητικόν | τὰ | πιστοποιητικά | ||||
γενική | τοῦ | πιστοποιητικοῦ | τῶν | πιστοποιητικῶν | ||||
δοτική | τῷ | πιστοποιητικῷ | τοῖς | πιστοποιητικοῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | πιστοποιητικόν | τὰ | πιστοποιητικά | ||||
κλητική ὦ! | πιστοποιητικόν | πιστοποιητικά | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστοποιητικόν (μαρτυρείται από το 1833) [1]: → και δείτε τη λέξη πιστοποιητικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιστοποιητικόν ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το πιστοποιητικό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ (στους Ελληνικούς Κώδικες [1833]) - σελ. 807, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου