πιστοποιητικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιστοποιητικός < ελληνιστική κοινή πιστοποιητικός < πιστοποιέω
Επίθετο
[επεξεργασία]πιστοποιητικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πιστοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιστοποιητικός
|
|