πιστοχρεώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστοχρεώνω < πιστώνω + -ο- + χρεώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική crédit et débit

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.sto.xɾeˈo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

πιστοχρεώνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]