πιστωτική κάρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστωτική κάρτα → δείτε τις λέξεις πιστωτικός και κάρτα
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πιστωτική κάρτα θηλυκό
- έγγραφο που εμφανίζεται σαν μια πλαστική κάρτα και χρησιμοποιείται για πληρωμές, ανάληψη χρημάτων κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστωτική κάρτα