πιστότερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστότερα < συγκριτικός βαθμός του πιστά
Επίρρημα[επεξεργασία]
πιστότερα
- με πιο πιστό τρόπο (σπάνια για έμψυχα)
- Απέδωσε το έργο πιστότερα από τους άλλες μεταφρστές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστότερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πιστότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πιστότερο