πισωκάπουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πισωκάπουλα < μεσαιωνική ελληνική πισωκάπουλα < πίσω + καπούλι
Επίρρημα[επεξεργασία]
πισωκάπουλα
- το να κάθεται κάποιος στο υποζύγιο, όχι στο σαμάρι, αλλά πίσω απ’ αυτό, πάνω στα καπούλια / στους γοφούς του ζώου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πισωκάπουλα
|