πισωκολλητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.so.ko.liˈto/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πισωκολλητό ουδέτερο
- (χυδαίο) η στάση στο σεξ κατά την οποία το ένα άτομο βρίσκεται πίσω από το άλλο και διεισδύει σ' αυτό ενώ το άλλο άτομο δέχεται τη διείσδυση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πισωκολλητό
|