πισώπλατα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]πισώπλατα
- πίσω από την (ή στην) πλάτη
- (μεταφορικά) ύπουλα, δόλια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πισώπλατος
- → δείτε τις λέξεις πίσω και πλάτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πισώπλατα