πισώπλατα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πισώπλατα < πισώ- + πλάτη +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πισώπλατα

  1. πίσω από την (ή στην) πλάτη
  2. (μεταφορικά) ύπουλα, δόλια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]