πισώπλατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]πισώπλατα
- πίσω από την (ή στην) πλάτη
- (μεταφορικά) ύπουλα, δόλια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πισώπλατος
- → δείτε τις λέξεις πίσω και πλάτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πισώπλατα