πιτάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιτάκι τα πιτάκια
      γενική
    αιτιατική το πιτάκι τα πιτάκια
     κλητική πιτάκι πιτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐τά‐κι

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

πιτάκι < πίτ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιτάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πίτα

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

πιτάκι < πιττάκ(ιο) + για προσαρμογή στη δημοτική με απλοποίηση γραφής του διπλού συμφώνου.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιτάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]