πιτσικάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιτσικάτο τα πιτσικάτα
      γενική του πιτσικάτου των πιτσικάτων
    αιτιατική το πιτσικάτο τα πιτσικάτα
     κλητική πιτσικάτο πιτσικάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιτσικάτο < ιταλική pizzicato (τσιμπητό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιτσικάτο ουδέτερο

  • τεχνική παιξίματος έγχορδων μουσικών οργάνων τσιμπώντας τις χορδές τους με τα δάχτυλα, ενώ συνήθως παίζονται με το δοξάρι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]