Μετάβαση στο περιεχόμενο

πιτσούλα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιτσούλα οι πιτσούλες
      γενική της πιτσούλας
    αιτιατική την πιτσούλα τις πιτσούλες
     κλητική πιτσούλα πιτσούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιτσούλα < πίτσα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιτσούλα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]