πιω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πιω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πίνω
- θα πιω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πίνω