πλάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλάνη | οι | πλάνες |
γενική | της | πλάνης | των | πλανών |
αιτιατική | την | πλάνη | τις | πλάνες |
κλητική | πλάνη | πλάνες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- πλάνη < αρχαία ελληνική πλάνη
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
πλάνη θηλυκό
- η λανθασμένη γνώμη, η πίστη σε κάτι ψευδές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λανθασμένη γνώμη
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- πλάνη < υστερολατινική plana
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
πλάνη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλάνη θηλυκό
- περιπλάνηση, ταξίδι
- ξεῖνε Ἀθηναῖε, παρ᾽ ἡμέας γὰρ περὶ σέο λόγος ἀπῖκται πολλὸς καὶ σοφίης εἵνεκεν τῆς σῆς καὶ πλάνης (Ηρόδοτος, Α', 30.2)
- Αθηναίε φιλοξενούμενέ μας, έχουν φτάσει σε μας πολλά λόγια για σένα εξαιτίας της σοφίας σου και των ταξιδιών σου
- ξεῖνε Ἀθηναῖε, παρ᾽ ἡμέας γὰρ περὶ σέο λόγος ἀπῖκται πολλὸς καὶ σοφίης εἵνεκεν τῆς σῆς καὶ πλάνης (Ηρόδοτος, Α', 30.2)
- ξεστράτισμα, ψευδαίσθηση
- πλάνης καὶ ἀνοίας καὶ φόβων καὶ ἀγρίων ἐρώτων καὶ τῶν ἄλλων κακῶν τῶν ἀνθρωπείων ἀπηλλαγμένῃ (Πλάτωνος, Φαίδων, 81a)
- εξαπάτηση
- κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μή ποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσιν τῷ λαῷ Ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. (Κατά Ματθαίον, κζ' 64)