πλάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλάνη | οι | πλάνες |
γενική | της | πλάνης | των | πλανών |
αιτιατική | την | πλάνη | τις | πλάνες |
κλητική | πλάνη | πλάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpla.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλά‐νη
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- πλάνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλάνη < πλανάω
- για τη δικαστική πλάνη < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική erreur judiciaire [1]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
πλάνη θηλυκό
- η λανθασμένη γνώμη, η πίστη σε κάτι ψευδές
- ↪ πέφτω σε πλάνη
- ※ Άξαφνα ανοίγει ένα παράθυρο. Ο κρότος του νου φάνηκε πως με ξύπνησε από ένα ωραίο όνειρο σε μιαν άσχημη ζωή. Είχα καταλάβει πια την πλάνη μου. Στο σπίτι μας δεν άνοιγαν ποτέ έτσι τα παράθυρα αν χτυπούσε η πόρτα. (Παύλος Νιρβάνας (1866-1937), Στο ξένο σπίτι)
- (νομικός όρος) δικαστική πλάνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λανθασμένη γνώμη
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

- πλάνη < πιθανόν, μεσαιωνικό [2] (δείτε πλάνος στη σημασία: ομαλός) < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική plana [1]
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
πλάνη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 πλάνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πλᾰνα- | |||||
ονομαστική | ἡ | πλάνη | αἱ | πλάναι | |
γενική | τῆς | πλάνης | τῶν | πλανῶν | |
δοτική | τῇ | πλάνῃ | ταῖς | πλάναις | |
αιτιατική | τὴν | πλάνην | τὰς | πλάνᾱς | |
κλητική ὦ! | πλάνη | πλάναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλάνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πλάναιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλάνη θηλυκό
- περιπλάνηση, ταξίδι
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 30.2
- ξεῖνε Ἀθηναῖε, παρ᾽ ἡμέας γὰρ περὶ σέο λόγος ἀπῖκται πολλὸς καὶ σοφίης εἵνεκεν τῆς σῆς καὶ πλάνης
- Αθηναίε φιλοξενούμενέ μας, έχουν φτάσει σε μας πολλά λόγια για σένα εξαιτίας της σοφίας σου και των ταξιδιών σου
- ξεῖνε Ἀθηναῖε, παρ᾽ ἡμέας γὰρ περὶ σέο λόγος ἀπῖκται πολλὸς καὶ σοφίης εἵνεκεν τῆς σῆς καὶ πλάνης
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 30.2
- ξεστράτισμα, ψευδαίσθηση
- (ελληνιστική σημασία) εξαπάτηση
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη πλανάω
[επεξεργασία]
- ↑ s.v. «πλανώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- πλάνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλάνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)