πλάσμα αίματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πλάσμα αίματος ουδέτερο
- (ανατομία): συνδετικός ιστός των ζώων σε υγρή μήτρα που φέρεται στο κυκλοφορικό σύστημα, εντός του οποίου αιωρούνται αιμοσφαίρια, (ερυθρά και λευκά) και αιμοπετάλια (θραύσματα κυττάρων).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλάσμα αίματος
|