πλάτσα πλούτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλάτσα πλούτσα < (ηχομιμητική λέξη)

Έκφραση[επεξεργασία]

πλάτσα πλούτσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλάτσα πλούτσα ουδέτερο άκλιτο

  • (προφορικό) πλατσούρισμα
    πρόσεχε γιατί μόλις μπει στη μπανιέρα αρχίζει αμέσως τα πλάτσα πλούτσα και γεμίζει τον τόπο νερά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]