πλέγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλέγμα | τα | πλέγματα |
γενική | του | πλέγματος | των | πλεγμάτων |
αιτιατική | το | πλέγμα | τα | πλέγματα |
κλητική | πλέγμα | πλέγματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλέγμα < αρχαία ελληνική πλέγμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλέγμα ουδέτερο
- οποιοδήποτε δίκτυο (πάσης φύσης) οποιουδήποτε αριθμού διαστάσεων κυριολεκτικά ή μεταφορικά
- (φυσική) το (αιθερικό) πεδίο των θεμελιωδών δυνάμεων (θεμελιώδης αλληλεπίδραση ή Θεμελιώδεις Δυνάμεις: η βαρυτική, η ηλεκτρομαγνητική, η ισχυρή και η ασθενής αλληλεπίδραση) που πρώτος περιέγραψε αναλυτικά ο νομπελίστας Frank Wilczek
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλέγμα
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλέγμα < πλέκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλέγμα ουδέτερο
- πλέγμα, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω