πλένομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πλένομαι
- παθητική φωνή του ρήματος πλένω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλένομαι | πλενόμουν(α) | θα πλένομαι | να πλένομαι | ||
β' ενικ. | πλένεσαι | πλενόσουν(α) | θα πλένεσαι | να πλένεσαι | πλένου | |
γ' ενικ. | πλένεται | πλενόταν(ε) | θα πλένεται | να πλένεται | ||
α' πληθ. | πλενόμαστε | πλενόμαστε πλενόμασταν |
θα πλενόμαστε | να πλενόμαστε | ||
β' πληθ. | πλένεστε | πλενόσαστε πλενόσασταν |
θα πλένεστε | να πλένεστε | πλένεστε | |
γ' πληθ. | πλένονται | πλένονταν πλενόντουσαν |
θα πλένονται | να πλένονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλύθηκα | θα πλυθώ | να πλυθώ | πλυθεί | ||
β' ενικ. | πλύθηκες | θα πλυθείς | να πλυθείς | πλύσου | ||
γ' ενικ. | πλύθηκε | θα πλυθεί | να πλυθεί | |||
α' πληθ. | πλυθήκαμε | θα πλυθούμε | να πλυθούμε | |||
β' πληθ. | πλυθήκατε | θα πλυθείτε | να πλυθείτε | πλυθείτε | ||
γ' πληθ. | πλύθηκαν πλυθήκαν(ε) |
θα πλυθούν(ε) | να πλυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πλυθεί | είχα πλυθεί | θα έχω πλυθεί | να έχω πλυθεί | πλυμένος | |
β' ενικ. | έχεις πλυθεί | είχες πλυθεί | θα έχεις πλυθεί | να έχεις πλυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πλυθεί | είχε πλυθεί | θα έχει πλυθεί | να έχει πλυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πλυθεί | είχαμε πλυθεί | θα έχουμε πλυθεί | να έχουμε πλυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πλυθεί | είχατε πλυθεί | θα έχετε πλυθεί | να έχετε πλυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πλυθεί | είχαν πλυθεί | θα έχουν πλυθεί | να έχουν πλυθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πλυμένος - είμαστε, είστε, είναι πλυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πλυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πλυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πλυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πλυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πλυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πλυμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλένομαι
|