πλέχτουρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλέχτουρο ουδέτερο

  1. Ορθογώνιος μακρόστενος ογκόλιθος. Χρησίμευε κυρίως ως δοκάρι στο χτίσιμο μεγαλιθικών κατασκευών.
    Όταν έσκαψε για τα θεμέλια του σπιτιού του και βρήκε πλέχτουρα από το κάστρο του Οιτύλου έλεγε ότι: «Η Παναγία μου ’δωσε την γη, η Παναγία μου ’δωσε και τις πέτρες να χτίσω το σπίτι μου», και έσπαγε τα πλέχτουρα και έχτιζε το σπίτι του.

Συνώνυμα[επεξεργασία]