πλήμμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλήμμη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλήμμη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλήμμη θηλυκό

  • εκεί που φτάνει το χειμερινό κύμα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]