πλαίσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλαίσιο | τα | πλαίσια |
γενική | του | πλαισίου & πλαίσιου |
των | πλαισίων |
αιτιατική | το | πλαίσιο | τα | πλαίσια |
κλητική | πλαίσιο | πλαίσια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλαίσιο < αρχαία ελληνική πλαίσιον (3. (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Rahmen)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλαίσιο ουδέτερο
- αυτό που βρίσκεται γύρω γύρω από κάτι, περιθώριο
- (τεχνική ορολογία) ξύλινος, μεταλλικός κ.λπ. σκελετός, που βρίσκεται γύρω από κάτι για συγκράτηση, στερέωση, προφύλαξη κ.λπ.
- (μεταφορικά) πλαίσιο / πλαίσια: τα όρια ή τα νομικά και άλλα πλέγματα και συνθήκες που καθορίζουν και ρυθμίζουν κάτι
- Λύση στα πλαίσια της υπάρχουσας σύμβασης κατασκευής του μετρό της Αθήνας είναι αποφασισμένο να δώσει το ΥΠΕΧΩΔΕ προκειμένου να προχωρήσει το έργο, οι εργασίες του οποίου καθυστερούν λόγω πρόσθετων οικονομικών απαιτήσεων της αναδόχου κοινοπραξίας. (*)
- Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ζητεί από τον διευθυντή Ασφάλειας Θεσσαλονίκης να γίνουν επιτόπιοι έλεγχοι στους χώρους του ΑΠΘ, στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης προανάκρισης, ώστε να διαπιστωθεί η τέλεση πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, όπως διακίνηση ναρκωτικών, διακεκριμένες κλοπές ή βιασμοί, αδικήματα που καταγγέλλονται στην επιστολή των φοιτητών του Ιδρύματος. (*)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)