πλαγίως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλαγίως < αρχαία ελληνική πλαγίως
Επίρρημα
[επεξεργασία]πλαγίως
- όχι ευθέως, με πλάγιο τρόπο, έμμεσο και ίσως -αλλά όχι πάντα- ύπουλο
- Ηθελε να ζητήσει δανεικά και το έφερνε πλαγίως, αρχίζοντας με τα έξοδα των παιδιών, τις αναδουλειές...
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλαγίως
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλαγίως < πλάγιος
Επίρρημα
[επεξεργασία]πλαγίως
- από το πλάι