πλαγιοδετημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαγιοδετημένος η πλαγιοδετημένη το πλαγιοδετημένο
      γενική του πλαγιοδετημένου της πλαγιοδετημένης του πλαγιοδετημένου
    αιτιατική τον πλαγιοδετημένο την πλαγιοδετημένη το πλαγιοδετημένο
     κλητική πλαγιοδετημένε πλαγιοδετημένη πλαγιοδετημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαγιοδετημένοι οι πλαγιοδετημένες τα πλαγιοδετημένα
      γενική των πλαγιοδετημένων των πλαγιοδετημένων των πλαγιοδετημένων
    αιτιατική τους πλαγιοδετημένους τις πλαγιοδετημένες τα πλαγιοδετημένα
     κλητική πλαγιοδετημένοι πλαγιοδετημένες πλαγιοδετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

πλαγιοδετημένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]