πλαγιοκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαγιοκόπηση οι πλαγιοκοπήσεις
      γενική της πλαγιοκόπησης* των πλαγιοκοπήσεων
    αιτιατική την πλαγιοκόπηση τις πλαγιοκοπήσεις
     κλητική πλαγιοκόπηση πλαγιοκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαγιοκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαγιοκόπηση < (καθαρεύουσα) πλαγιοκόπησις < πλαγιοκοπώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλαγιοκόπηση θηλυκό

  1. η πλευροκόπηση, η επίθεση, η προσβολή και το χτύπημα στα πλάγια της παράταξης του στρατού
  2. (μεταφορικά) η φραστική, ή οικονομική ή άλλου είδους επίθεση σε άτομο, φορέα, εταιρεία με πλάγιο τρόπο και όχι με κατά μέτωπο αντιπαράθεση


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]