πλαγιομετωπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πλαγιομετωπικός, -ή, -ό
- συνήθως για σύγκρουση οχημάτων, αλλά και για φορά ανέμων
- Οι δρομείς είχαν δυστυχώς πλαγιομετωπικό τον άνεμο...
- (μεταφορικά) για τρόπο αντιπαράθεσης που δεν είναι μετωπικά συγκρουσιακός, αλλά ούτε και ήπιος, απεναντίας προκαλεί μεγάλες φθορές από το πλαϊνά αλλά -τελικά- και μετωπικά (από μπροστά, άμεσα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαγιομετωπικός
|