πλαγκτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαγκτός < πλάζω

Επίθετο[επεξεργασία]

πλαγκτός, -ή, -όν και πλαγκτός, -ός, -όν

  1. περιπλανώμενος, περιφερόμενος, ασταθής, μη σταθερός, ο πλάγιος, ο αποκκλίνων
  2. (μεταφορικά) παράφρων, αλλόφρων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]