πλαισιώσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πλαισιώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαισιώνω
- θα πλαισιώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαισιώνω