πλακουτσομύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλακουτσομύτης < πλακουτσός + -ο- + μύτη + -ης
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλακουτσομύτης αρσενικό (θηλυκό: πλακουτσομύτα)
- (οικείο) που έχει πλακουτσωτή μύτη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλακουτσομύτης
|