πλακούντιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλακούντιο | τα | πλακούντια |
γενική | του | πλακούντιου & πλακουντίου |
των | πλακούντιων & πλακουντίων |
αιτιατική | το | πλακούντιο | τα | πλακούντια |
κλητική | πλακούντιο | πλακούντια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλακούντιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλακούντιον < αρχαία ελληνική πλᾰκοῦς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλακούντιο ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος μικρής πίτας ή γλυκίσματος
- ※ […] τον βαθύπλουτον τούτον έμπορον […] τον ενθυμούμαι πωλούντα πλακούντια εις τας αμόρφους έτι οδούς της Σύρου· τα δε πλακούντια τα κατεσκεύαζεν η ωραία σύζυγός του […] (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλακούντιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)