πλακούντιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλακούντιο τα πλακούντια
      γενική του πλακούντιου
πλακουντίου
των πλακούντιων
πλακουντίων
    αιτιατική το πλακούντιο τα πλακούντια
     κλητική πλακούντιο πλακούντια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλακούντιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλακούντιον < αρχαία ελληνική πλᾰκοῦς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλακούντιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]